góra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | góra | góry |
γενική | góry | gór |
δοτική | górze | górom |
αιτιατική | górę | góry |
οργανική | górą | górami |
τοπική | górze | górach |
κλητική | góro | góry |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
góra < από την πρωτοσλαβική gora
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
góra (pl) θηλυκό
- (γεωγραφία) βουνό, όρος
- το πάνω μέρος
- (μεταφορικά) διευθυντική αρχή, οι από πάνω