gage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡaʒ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gage gages

gage (fr) αρσενικό

  1. (νομικός όρος) ενέχυρο
  2. η εγγύηση