gaine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gaine gaines

gaine (fr) θηλυκό

  1. η θήκη
  2. το θηκάρι
  3. η μόνωση, το μονωτικό περίβλημα