gamelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gamelle gamelles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gamelle (fr) θηλυκό

  1. η μεταλλική γαβάθα με καπάκι που χρησιμοποιείται στο κάμπινγκ, στις οικοδομές, στο στρατό και αλλού, η καραβάνα
  2. το περιεχόμενο αυτής της γαβάθας
  3. το κοινό τραπέζι των αξιωματικών ενός πλοίου
  4. (οικείο) η πτώση

Εκφράσεις[επεξεργασία]