garbino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]garbino (it) αρσενικό (πληθυντικός garbini)
- δυτικός-νοτιοδυτικός άνεμος ο οποίος πνέει στην Αδριατική
- → δείτε και τη λέξη γαρμπής
Πηγές
[επεξεργασία]- garbino - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).