gaso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gaso < gas- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική gaso gasoj
αιτιατική gason gasojn

gaso (eo)

la lando bezonas petrolon kaj gason
η χώρα χρειάζεται πετρέλαιο και (φυσικό) αέριο