glebe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- glebe < παλαιά γαλλική glebe < λατινική gleba
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]glebe (en)
- έδαφος
- γρασίδι
- (ιστορία) (Μεσαίωνας) κτήμα που ανήκει σε ενορία και τα έσοδα από τη χρήση του πηγαίνουν σ' αυτήν (μετόχι, βακούφι)