gloutonnerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

gloutonnerie < glotonerie < glutunie < glouton

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɡlu.tɔn.ʁi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
gloutonnerie gloutonneries

gloutonnerie (fr) θηλυκό

  1. η λαιμαργία, η πολυφαγία
     συνώνυμα: goinfrerie, voracité
  2. (μεταφορικά) η λαιμαργία, η όρεξη για κάτι
     συνώνυμα: appétit, avidité