go about
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | go about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes about |
αόριστος | went about |
παθητική μετοχή | gone about |
ενεργητική μετοχή | going about |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go about (en)
- (βρετανικά αγγλικά) γυρίζω, συχνά βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
- ↪ He’s going about the streets instead of working.
- Γυρίζει στους δρόμους αντί να δουλέψει.
- ≈ συνώνυμα: go around (και αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ He’s going about the streets instead of working.
- (βρετανικά αγγλικά) κυκλοφορώ από άτομο σε άτομο
- ↪ A story/rumor is going about that…
- Κυκλοφορεί μια ιστορία/μια διάδοση ότι…
- ≈ συνώνυμα: go around (και αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ A story/rumor is going about that…
- καθώς, άστε σε, συνεχίζω να κάνω κάτι
- ↪ The flight attendant had a set smile as she went about serving the passengers.
- Η αεροσυνοδός είχε πάντα ένα παγωμένο χαμόγελο καθώς σέρβιρε τους επιβάτες.
- ↪ Go about your business!
- Άστε στη δουλειά σας!
- ↪ The flight attendant had a set smile as she went about serving the passengers.
- καταπιάνομαι, αρχίζω να δουλεύω σε κάτι
- ↪ I don’t know how to go about this job.
- Δεν ξέρω πώς να καταπιαστώ μ' αυτή τη δουλειά.
- ↪ We must go about this problem very carefully.
- Πρέπει να καταπιαστούμε πολύ προσεχτικά με αυτό το πρόβλημα.
- ↪ I don’t know how to go about this job.
Πηγές[επεξεργασία]
- go about - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 428. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταπιάνομαι