go for
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | go for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goes for |
αόριστος | went for |
παθητική μετοχή | gone for |
ενεργητική μετοχή | going for |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
go for (en)
- επιδιώκω
- ορμάω, πέφτω πάνω κάποιου, ρίχνομαι, επιτίθεμαι
- ↪ The dog went for me.
- Το σκυλί μου όρμησε.
- ↪ The teacher went for me as if it were my fault.
- Ο δάσκαλος έπεσε πάνω μου λες και έφταιγα εγώ.
- ↪ She went for him with her umbrella.
- Του ρίχτηκε με την ομπρέλα της.
- ↪ When the bull went for him, he had to run.
- Όταν ο ταύρος του ρίχτηκε, το έβαλε στα πόδια.
- ↪ The dog went for me.
- → δείτε τον όρο go for it στην προστακτική
Πηγές[επεξεργασία]
- go for - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- go for - Cambridge Dictionary online
- "go for" - go - Oxford Learner's Dictionaries
- go for - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω