going over
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
going over (en)
- έρευνα, εξέταση
- επισκευή, ανακαίνιση
- αυστηρή επίπληξη
- ξυλοδαρμός
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
going over (en)