got

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας got
γ΄ ενικό ενεστώτα got, gots
αόριστος had
παθητική μετοχή
ενεργητική μετοχή

got (en)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

got (en)



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

got (ca)