grand-mère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
grand-mère | grand-mères |
grand-mère (fr) θηλυκό (αρσενικό grand-père)
ενικός | πληθυντικός |
grand-mère | grand-mères |
grand-mère (fr) θηλυκό (αρσενικό grand-père)