gravure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gravure gravures

gravure (fr) θηλυκό

  1. η χαρακτική
  2. η γκραβούρα
  3. το χαρακτικό
  4. η ηχογράφηση (δίσκου)