greet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | greet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | greets |
αόριστος | greeted |
παθητική μετοχή | greeted |
ενεργητική μετοχή | greeting |
Ρήμα[επεξεργασία]
greet (en)
- χαιρετώ, χαιρετίζω
- ↪ He reached out his hand to greet me.
- Πρότεινε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
- ↪ He reached out his hand to greet me.
- υποδέχομαι