grow out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | grow out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | grows out |
αόριστος | grew out |
παθητική μετοχή | grown out |
ενεργητική μετοχή | growing out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
grow out (en)
- μακραίνω, επιτρέπω στα μαλλιά μου να μακρύνουν για να αλλάξω στυλ
- ↪ My hair has grown out again and I need to cut it.
- Μάκρυναν πάλι τα μαλλιά μου και πρέπει να τα κόψω.
- ↪ My hair has grown out again and I need to cut it.