habeo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
habeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰabʰ- (λαμβάνω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈha.be.oː/
 

habeo (la)

  1. έχω, κατέχω
  2. θεωρώ
  3. διατηρώ
  4. υποφέρω, υπομένω