hermaphrodite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛʁ.ma.fʁɔ.dit/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hermaphrodite hermaphrodites

hermaphrodite (fr) αρσενικό ή θηλυκό