hoed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hoed < μέση ολλανδική hoet (< παλαιά ολλανδικά *huot < πρωτογερμανική *hōdaz). Σχετίζεται με γερμανική Hut και αγγλική hood)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hoed (nl) αρσενικό