horrible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | horrible |
συγκριτικός | more horrible |
υπερθετικός | most horrible |
Επίθετο[επεξεργασία]
horrible (en)
- (ανεπίσημο) απαίσιος, πολύ κακό ή δυσάρεστο· χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μου αρέσει
- ↪ The food was horrible.
- Το φαγητό ήταν απαίσιο.
- ↪ What horrible weather!
- Τι απαίσιος καιρός!
- ↪ The food was horrible.
- φριχτός, που κάνει κάποιον να νιώθει πολύ σοκαρισμένος και φοβισμένος
- ↪ a horrible crime - φριχτό έγκλημα
- (ανεπίσημο) απαίσιος, για άτομα ή τη συμπεριφορά τους που είναι εχθρική, δυσάρεστη ή αγενής
- ↪ I will not agree to going to the house of that horrible man.
- Δε θα δεχτώ να πάω στο σπίτι εκείνου του απαίσιου άντρα.
- ↪ I will not agree to going to the house of that horrible man.
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
horrible (fr)