hydrologie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hydrologie hydrologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hydrologie (fr) θηλυκό