icing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

icing (en)

  1. το γλάσο, ζαχαρόγλασο
  2. κρούστα πάγου

Συνώνυμα

[επεξεργασία]