illa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
illa (gl) θηλυκό
- το νησί
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
illa (ca) θηλυκό
- το νησί
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας[επεξεργασία]
illa (la)
- ονομαστική και αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους του ille
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ille