immobilisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

immobilisation < immobiliser

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.mɔ.bi.li.za.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
immobilisation immobilisations

immobilisation (fr) θηλυκό