immunité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.my.ni.te/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
immunité immunités

immunité (fr) θηλυκό

  1. η ανοσία
  2. η ασυλία

Εκφράσεις[επεξεργασία]