indentation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
indentation indentations
Εσοχές σε κείμενο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

indentation (en)

  1. οδόντωση, εσοχή
  2. (τυπογραφία) εσοχή (σε κείμενο)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]