indisposition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
indisposition indispositions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

indisposition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

Πηγές[επεξεργασία]