intègre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
intègre | intègres |
Επίθετο
[επεξεργασία]intègre (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
intègre | intègres |
intègre (fr) αρσενικό ή θηλυκό