intègre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
intègre intègres

Επίθετο

[επεξεργασία]

intègre (fr) αρσενικό ή θηλυκό