interpolate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας interpolate
γ΄ ενικό ενεστώτα interpolates
αόριστος interpolated
παθητική μετοχή interpolated
ενεργητική μετοχή interpolating

Ρήμα[επεξεργασία]

interpolate (en)