interprète

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

interprète < λατινική interpres

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interprète interprètes

interprète (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. o / η διερμηνέας
  2. o ερμηνευτής, η ερμηνεύτρια