intervention

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intervention (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
intervention interventions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intervention (fr) θηλυκό

  1. η επέμβαση, η παρέμβαση
  2. η μεσολάβηση


Συγγενικά[επεξεργασία]