juron

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
juron < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
juron jurons

juron (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

juron (eo)