kanat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kanat < παλαιά τουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική *Kājnat

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

kanat (tr)

  1. φτερό, πτερύγιο (πουλιού, εντόμου, αεροπλάνου, ανεμόμυλου)
  2. πτέρυγα (πολιτικής ή στρατιωτικής παράταξης)
  3. κανάτι (είδος ξύλινου παραθυρόφυλλου χωρίς γρίλιες)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]