knock around

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας knock around
γ΄ ενικό ενεστώτα knocks around
αόριστος knocked around
παθητική μετοχή knocked around
ενεργητική μετοχή knocking around

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
knock around < → δείτε τις λέξεις knock και around

knock around (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]