koks
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λετονικά (lv)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koks (lv)
- πληθυντικός: koki
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koks (pl) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- το κοκ (στερεό καύσιμο)