konfida
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- konfida < konfido (εμπιστοσύνη) + -a
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konfida | konfidaj |
αιτιατική | konfidan | konfidajn |
konfida (eo)
- εμπιστευτικός, που έχει εμπιστοσύνη