lévitation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lévitation < (άμεσο δάνειο) αγγλική levitation
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.vi.ta.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lévitation | lévitations |
lévitation (fr) θηλυκό
- (παραψυχολογία) μετεωρισμός ενός αντικειμένου, συνήθως ενός ανθρώπου, μέσω μιας ψυχοκινητικής μεθόδου
- (φυσική) ανύψωση ενός αντικειμένου από απόσταση
- lévitation magnétique. Μαγνητική ανύψωση.
Πηγές[επεξεργασία]
- lévitation - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé