lakto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lakto | laktoj |
αιτιατική | lakton | laktojn |
lakto (eo)
- το γάλα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lakto (io)
- το γάλα