landowner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
landowner landowners

Ετυμολογία [επεξεργασία]

landowner < land + owner

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

landowner (en)