learn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας learn
γ΄ ενικό ενεστώτα learns
αόριστος learned, learnt
παθητική μετοχή learned, learnt
ενεργητική μετοχή learning
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɜː(r)n/

Ρήμα[επεξεργασία]

learn (en)