let know
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
let know (en)
- (ιδιωματισμός) ειδοποιώ κάποιον, απαντάω σε κάποιον
- ↪ I will look at your proposals and I will let you know.
- Θα κοιτάξω τις προτάσεις σας και θα σας ειδοποιήσω.
- ↪ I will think about it and let you know.
- Θα το σκεφτώ και θα σας απαντήσω σύντομα.
- ↪ I will look at your proposals and I will let you know.