limo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
limo | limos |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- limo < περικοπή του limousine
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
limo (en)
- (ανεπίσημο) άλλη μορφή του limousine
Πηγές[επεξεργασία]
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limo | limoj |
αιτιατική | limon | limojn |
limo (eo)