lisica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lisica (bs) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η αλεπού
Κροατικά (hr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lisica (hr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η αλεπού
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lisica (pl) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) θηλυκή αλεπού