listener

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

listener < listen + -er

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlɪs(ə)nə/ (βρετανικό)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
listener listeners

listener (en)

  1. ο ακροατής
  2. (πληροφορική, προγραμματισμός) η συνάρτηση (function) που εκτελείται ως απάντηση σε ένα συμβάν (event)
     συνώνυμα: event handler

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

(πληροφορική)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]