loch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
loch | lochs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loch (en)
Ιρλανδικά γαελικά (ga)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loch (ga)
Σκωτικά γαελικά (gd)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
loch (gd)