logger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
logger | loggers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
logger (en)
- (επάγγελμα) ο υλοτόμος
- ο καταγραφέας
ενικός | πληθυντικός |
logger | loggers |
logger (en)