logging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
logging | loggings |
logging (en)
- η υλοτομία
- η καταγραφή, γεγονότος σε ημερολόγιο (log)
- ημερολογιακή καταγραφή
- (πληροφορική) εγγραφή σημαντικού συμβάντος λειτουργικού συστήματος ή προγράμματος σε ειδικό αρχείο (log file)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]logging (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του log
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- logging στην αγγλική Βικιπαίδεια