look to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | look to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | looks to |
αόριστος | looked to |
παθητική μετοχή | looked to |
ενεργητική μετοχή | looking to |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
look to (en)
- κοιτάζω, ενδιαφέρομαι κάτι και η βελτίωση του
- ↪ The country must look to its defenses/interests.
- Η χώρα πρέπει να κοιτάξει την άμυνά της/το συμφέρον της.
- ↪ The country must look to its defenses/interests.
Πηγές[επεξεργασία]
- look to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω