loving
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | loving |
συγκριτικός | more loving |
υπερθετικός | most loving |
loving (en)
- αγαπημένος
- ↪ The children live in a very loving family.
- Τα παιδιά ζουν σε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια.
- ↪ The children live in a very loving family.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
loving (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του love