lume

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lume (pt)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lume (ro) θηλυκό

  1. ο κόσμος
  2. η ανθρωπότητα
  3. οι άνθρωποι, ο κόσμος, το πλήθος